παραχλιαίνω

παραχλιαίνω
Α
θερμαίνω κάτι ελαφρά, τό κάνω χλιαρό τοποθετώντας το κοντά στη φωτιά («ἔλαιον παραχλιαίνειν παρὰ τὸ πῡρ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χλιαίνω «θερμαίνω ελαφρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”